Σελίδα 12 από 26
Κ
- Καδί (το)= μεγάλο ξύλινο βαρέλι
- Καζάντζα = χόρτασα
- Καλαμπαλίκ'(ι) (το)= αντικείμενα συνήθως άχρηστα
- Καλτσιούνια (τα)= τερλίκια
- Καμπάδ'κους (ο)= σωματώδης
- Κάντσα = χόρτασα, γέμισα
- Καπίστρ' (το)= χαλινάρι
- Καρκάτζαλους (ο)= καλικάντζαρος
- Κάρνα (τα)= κάρβουνα
- Καρπουλόϊ (το)= σιδερένιο δικράνι, πιρούνι κήπου
- Καρσί = απέναντι ακριβώς
- Καρταλάς (ο)= αετός
- Καρτούδ' (το)= ποτήρι μεταλλικό με χερούλι
- Κασκαρίκα (η)= γκάφα, παγίδα
- Κασκέτου (το)= καπέλο
- Κατουρλιό (το)= ούρα (μεταφορικά το ζεστό ποτό)
- Κατσίρτσει = απέτυχε, δε βόλεψε
- Καψάλου (η)= χαζή
- Κβανώ = κουβαλώ
- Κένουμα (το)= σερβίρισμα
- Κιουτεύου = φοβάμαι, κάνω πίσω
- Κλαπατσίμπαλα (τα)= πολλά αντικείμενα μαζί που κάνουν θόρυβο
- Κλιακώθ'κα = χέστηκα
- Κλίκ'(ι) (το)= ψωμί ζυμωτό μικρό μέγεθος στρόγγυλο
- Κλιμιά (η)= το μυτερό ξύλο στο κάρο (παραπέτο)
- Κλιούφ (το)= κάλυμμα, πανωφόρι σακουλιασμένο
- Κλουκουτώ = ανακατεύω
- Κλουσαριά (η)= κλώσσα
- Κλούτσα (η)= συρμάτινο τσιγκέλι για τα σαντάλια (ξερό καπνό)
- Κ'μάσ'(ι) (το)= κουμάσι
- Κνάκ'(ι) (το)= κυψέλη μελισσών
- Κνάκας (ο)= τεμπέλης
- Κουζούλ'(ι) (το)= το πουλί ψαρόνι-μαυροπούλι
- Κουϊρούκ'(ι) (το)= πίσω μέρος του ψητού κοτόπουλου
- Κουκλότσιαρους (ο)= καρναβάλι
- Κουκλουβάους (ο)= κουκουβάγια
- Κουκουρνιόκους (ο)= άμυαλος
- Κουλάϊ (το)= η ευκολία στο να κάνω κάτι
- Κουλουμπαρίνα (η)= πίτα με κολοκύθα χωρίς φύλλο
- Κουπάνα (η)= λεκάνη
- Κουπόϊ (το)= σκυλί κυνηγετικό
- Κουραδάς (ο)= τεμπέλης
- Κουραδίκους (ο)= τεμπέλης
- Κουραμάνα (η)= καρβέλι ψωμιού
- Κουρβούλ'(ι) (το)= κληματόριζα
- Κουρκούτ' (το)= είδος φαγητού
- Κουρκουτιάζου = γεμίζει το κεφάλι μου και ζαλίζομαι
- Κουρμπάτσ(ι)=Καμουτσίκι
- Κουρντήρ' (το)= κέρασμα από σπίτι σε σπίτι για το κάλεσμα σε γάμο (και κλουντήρ')
- Κουρσούμ' (το)= βαρύ μεταλλικό σφαιρίδιο σα βώλος
- Κουρτσούδ' (το)= κορίτσι
- Κουσιόρ' (το)= πριονωτό μαχαίρι-εργαλείο
- Κουσμέτ' (το)= η δουλειά
- Κουτρουκλούδ' (το)= παιχνίδι παιδικό με ρόδα
- Κουτρούπ' = το ξυρισμένο
- Κουτρώ = τρακάρω
- Κουτσούπ' (το)= το μικρό ξύλο
- Κουφίν'(ι) (το)= κοφίνι, μεγάλο καλάθι για το μάζεμα του καπνού συνήθως
- Κρατ'νάς (ο)= ξεροκέφαλος
- Κρατούνα (η)= νεροκολοκύθα
- Κρένου = μιλάω
- Κρέχκους (ο)= ζωηρός, αφράτος
- Κρίκους (ο)= ψηλός και άμυαλος
- Κριτσιανίζου = τραγανίζω
- Κρούξ' (η)= βιασύνη
- Κρούου = χτυπώ
- Κσάφια (τα)= στολίδια στο γάμο
- Κ'τσάκ'(ι) (το)= το παιχνίδι κουτσό
- Κυλαρίνα (η)= το πουλί τσίχλα
- Κυραμίτς (ο)= αρσενικό κοτσύφι
- Κφόγρουνου (το)= αυτός που δεν ακούει καλά