Σελίδα 18 από 26
Π
- Παγάδουσι (μι) = με πέρασε, με σταμάτησε (πόνος, αρρώστια)
- Παλαμαριά (η)= εργαλείο ξύλινο για το θερισμό
- Πάνα (η)= πανί από λινάτσα που σκέπαζαν τα κοφίνια με το καπνό
- Παναγώμ' (το)= έξτρα, το πάνω κομμάτι
- Πανάρ' (το)= εξώφυλλο
- Παπαλούδες (οι)= ποπ κορν
- Παπούλιασα = μούλιασα
- Παρδάγκαλου (το)= εξόγκωμα (συνήθως στη μασχάλη)
- Παρδάλ'ς (ο)= πουλί
- Παρμάκια (τα)= κάγκελα
- Παρτάλ'(ι) (το)= κουρέλι
- Παρταλάς (ο)= αυτός που φοράει ότι να 'ναι (μεταφορικά το ρεμάλι)
- Παρτσιακλός (ο)= ανισόρροπος
- Παστάλ'(ι) (το)= επεξεργασία του καπνού φύλλο-φύλλο για να μπει στη μηχανή
- Παταγώνου = τρομάζω (το πατάγουμα)
- Παταρ'ά (η)= σφαλιάρα
- Πατατούκα (η)= παλιό
- Πατέλ'ς (ο)= στραβοπόδαρος
- Πατνάς (ο)= αυτός με μεγάλες πατούσες
- Πατόζα (η)= αλωνιστική μηχανή (μεταφορικά η πολύ χοντρή γυναίκα)
- Πατούνις (οι)= πατούσες
- Πατσιά (η)= πατημασιά
- Πέτ'νους (ο)= κόκορας
- Πιλικούδα (η)= κομμάτι, φλούδα ξύλου (ή πιλιέκα)
- Πιλικώ = κόβω (ξύλο)
- Πινησιάρ'ς (ο)= αυτός που παινεύεται
- Πιπιλιά (η)= στάχτη
- Πιράτ'ς (η)= εξάρτημα τη πόρτας που την κλειδώνει
- Πιρατώνου = κλειδώνω
- Πιρδικλώνουμι = μπλέκω τα πόδια μου, στραβοπατώ
- Πιρουστιά (η)= μεταλλικό τρίγωνο για μαγείρεμα στη φωτιά
- Πισκίρ (το)= πετσέτα
- Πισκούτιους (ο)= το απάνεμο μέρος όπου πιάνει ο αέρας
- Πισνιέλα (η)= εξάρτημα σαμαριού για τη ισορροπία του
- Πλάδα (η)= μικρή κότα
- Πλαλώ = τρέχω (πλάλους το τρέξιμο)
- Πλαστό (το)= ζυμωτό ψωμί μεγάλο στρόγγυλο μέγεθος
- Πλούδ' (το)= πουλί
- Πλουκός (ο)= φράχτης
- Πλοχείρου (η)= χούφτα
- Πόντσις (οι)= μορφασμοί παραπόνου
- Πουπόν'(ι) (το)= πεπόνι
- Πουπουνιέτσους (ο)= το πουλί τσαλαπετεινός
- Πουρ'ιά (η)= στενή πόρτα φράχτη ή σταύλου
- Πουτσούλας (ο)= γερός, παλικάρι
- Πρακόν'(ι) (το)= λίμα
- Πρέκνις (οι)= φακίδες
- Πρικνιάρ'ς (ο)= φακιδομούρης (οι πρέκνις = φακίδες)
- Προυμ'θεύου = συμβουλέυω
- Προύνα (τα)= άγριοι καρποί θάμνων
- Προυτσαδές (οι)= μυρωδιά του τράγου
- Προυτσιάδ' (το)= αρσενικό κατσίκι, τράγος (και προύτσιους)
- Προυτσιαλίσκα = έγινα χάλια από κάτι υγρό που πετάχτηκε (ρημ:προυτσαλώ)
- Προυφούτσα = έφτυσα