Σελίδα 21 από 26
Τ
- Ταγάρ' (το)= μάλλινη τσάντα για την πλάτη
- Ταϊ (το)= φαγητό των ζώων
- Ταμαχκιάρ'ς (ο)= πλεονέκτης
- Tαρκάσα =κακιά γυναίκα
- Τάφ' (το)= θειάφι
- Ταχιά = αύριο
- Τα'χ'νό = αύριο πρωί πρωί
- Τέλ'(ι) (το)= σύρμα
- Τζάμαλους (ο)= σκιάχτρο
- Τζιαν-τζιουν = ησυχία, ερημιά
- Τζιν-τζιν = καβάλα στην πλάτη
- Τζμπίδ' (το)= τσιμπίδα για το τζάκι
- Τζουντζούφ'(ι)= νυφάδα χιονιού
- Τιλούδ (το)= μικρό λεπτό σύρμα
- Τίλους (ο)= τάπα βαρελιού
- Τιρλίκ'(ι) (το)= σοσόνι
- Τλουπάν'(ι) (το)= μαντίλα κεφαλιού
- Τμαρεύου = συμμαζεύω, κρύβω
- Τόντζ' (το)= παιχνίδι της τράπουλας
- Τούμπου (το)= μπουρί σόμπας
- Τούντ'ς = πολύ φουσκωμένο
- Τουρτούρα (η)= τρυγόνι
- Τράφους (ο)= ο χώρος ανάμεσα σε δυό αράδες αμπελιού
- Τρέβλα (η)= γλιστρίδα
- Τριζάτου (το)= λαμπερό, κομψό
- Τριμτδιακός (ο)= τρεμουλιαστός
- Τρουβαδιάζου = βάζω φαγητό σε σκεύη για τη δουλειά (από τον τρουβά)
- Τσαϊρ (το)= χωράφι με αυτοφυή χόρτα
- Τσακίρ'ς (ο)= αυτός που βλέπει στραβά
- Τσακμάκ'(ι) (το)= αναπτήρας
- Τσάκνα (τα)= λεπτά ξερά κλαδιά για προσάναμμα
- Τσακνουπόδαρους (ο)= άνθρωπος με πολύ λεπτά πόδια
- Τσαμπουλόϊ (το)= διάλεγμα καρπών
- Τσανάκια (τα)= συνεργασία
- Τσιά (η)= σπίθα
- Τσιαγνίζου = γαβγίζω τσιριχτά (μεταφορικά γκρινιάζω φωναχτά-(το)τσιαγούν'(ι))
- Τσιασίτ (το)= είδος, ράτσα
- Τσιατ΄μας (ο)= εσωτερικός τοίχος από ξύλο και καλαμωτή
- Τσιγκούδ' (το)= μικρό μεταλλικό ποτήρι με χερούλι
- Τσιλίκ'(ι) (το)= παιχνίδι με δύο ξίλινες βέργες μία μικρή και μία μεγάλη
- Τσιούλ'(ι) (το)= κομμάτι λινάτσας για το καπνό
- Τσιουλνάρα (η)= βρύση (τσουλναρούδα η μικρή βρύση)
- Τσιουμπλέκ'(ι) (το)= μεταλλικό σκεύος κουζίνας
- Τσιτσβές (ο)= μπρίκι
- Τσιτσί γκουλιάρ = εντελώς γυμνός
- Τσιτσφώνου = ενισχύω, βάζω δάχτυλο
- Τσλόρχου (το)= κουρελού
- Τσ'νώ = κλωτσώ
- Τσούκα (η)= καρούμπαλο
- Τσουτσούλα (η)= γεμάτο ως επάνω
- Τσούτσουλας (ο)= το γέμισμα του κοφινιού στο καπνό πάνω από τα χείλη
- Τσουτσουλιάνους (ο)= το πουλί κορυδαλός
- Τφάν' (ι) (το)= κακός καιρός, μπόρα
- Τ'φέκ'(ι) (το)= τουφέκι (μεταφορικά ο ίσιος-ευθύς)