Σελίδα 23 από 26
Φ
- Φαρμάκα (η)= πράσινη σαύρα
- Φαφλιάρκου (το)= χωρίς δόντια
- Φαφλιάρς (ο)= ο χωρίς δόντια
- Φαφούλα (η)= φουσκάλα στο στόμα
- Φιλί (το)= φέτα ψωμιού
- Φ'κιασιά (η)= κάμωμα
- Φλέτσια (τα)= τσόφλια
- Φλιά (η)= τραπέζωμα
- Φλόμους (ο)= καπνός που βγάζει η φωτιά
- Φλουκουτό (το)= υφαντή κουβέρτα
- Φουκάλ'(ι) (το)= σκούπα (και φουρκάλ'(ι))
- Φουρλαντώ = πετάω, ρίχνω
- Φούρλις (οι)= οι γύρες σε κύκλο
- Φτάνου = ωριμάζω
- Φταζμίτκου (το)= ψωμί επτάζυμο
- Φτινάδ' (το)= ψωμί ζυμωτό μικρό
- Φτιρνικιέμι = φταρνίζομαι
- Φτουράκ(ι) (το)= μικρό γουρούνι
- Φτώ = φτύνω
- Φχώ = βήχω