Σελίδα 24 από 26
Χ
- Χαδιάρκου (το)= χαϊδεμένο
- Χαϊάτ' (το)= χαγιάτι
- Χαϊβάν'(ι) = κεφάλας, χαζός
- Χαμλά = χαμηλά, κάτω
- Χαμνό (το)= μαλακό, κάτω μέρος
- Χαμουρλάτσι = χάλασε, είναι για πέταμα
- Χαμούτια (τα)= χαλινάρια
- Χαρβάλου ,χαρπατσιόλου (η)=ανεπρόκοπη
- Χαρταχούσ'(ι) (το)= άνω κάτω
- Χάσ'καρ'ς (ο)= παιχνίδι αποκριάς με ξηρό χαλβά
- Χασλαμάς (ο)= φυτώριο καπνού
- Χαψιά (η)= μπουκιά
- Χλιάρ' (το)= κουτάλι
- Χλιάρα (η)= μεταφορικά η γυναίκα που μιλά πολύ
- Χλιαρίζου = τρώω με κουτάλι
- Χ'ναρ (το)= χήνα
- Χ'νιέρ' (το)= φάρσα, χουνέρι
- Χ'νί (το)= χωνί καθώς και το μεγάφωνο της κοινότητας που αναγγέλονται τα νέα
- Χόλιασμα (το)= θυμός, παρεξήγηση
- Χούϊ (το)= ελάττωμα, συνήθεια
- Χουσλιάντσα = χόρτασα
- Χουσμέτ' (το)= δουλειά, εξυπηρέτηση
- Χουχλάκα (η)= μεγάλη πέτρα
- Χουχλουμπίρστους (ο)= φτιαγμένος γρήγορα
- Χουχτώ = γιουχαϊζω για να τρομάξω ή να κοροϊδέψω
- Χραπαλίζ' = κάνει θόρυβο
- Χρεία (η)= καμπινές
- Χριάμ'(ι) (το)= κάλυμμα του καναπέ
- Χτικιάρ'ς (ο)= άρρωστος, αυτός που βήχει πολύ και φτύνει