Σελίδα 8 από 26
Ζ
- Ζαβιά (τα)= οι ζαβολιές (ο ζαβιάρ'ς)
- Ζαβλακώθ΄κα = αποβλακώθηκα
- Ζαγκότ΄ς (το)= εργαλείο που δένουν τα δεμάτια
- Ζαμακώνου = σπρώχνω, χώνω
- Ζαμπούνα (η)= όταν τρέχει το νερό ή πιο σύνηθες το αίμα με πίεση
- Ζαρζαβούλ'ς (ο)= ζωηρός
- Ζαρκουλιάσκα = πιάστηκα
- Ζάρου = ηρέμησε, κάτσε εκεί που είσαι
- Ζ'γώνου = ζυγώνω, πλησιάζω
- Ζεύλα (η)= εξάρτημα στο ζυγό των ζώων
- Ζιάρα (η)= φωτιά
- Ζ'λάπ' (το)= αγρίμι
- Ζ'λίγου = ζουλάω, σφίγγω
- Ζ'μπουτάου = βουτάω στο νερό κάτι για να νωτίσει να υγραθεί καλά
- Ζνάρ' (το)= ζώνη
- Ζνίχ'(ι) (το)= πίσω μέρος του λαιμού, σβέρκος
- Ζουδ' (το)= μικρό ζώο
- Ζούλις (οι)= μούρα
- Ζουρλάθκα = ζαλίσκα
- Ζούτλους (ο)= ζητιάνος
- Ζτάβλιστρου (το)= εργαλείο που δαβλίζουν τη φωτιά